- κώδιξ
- κῶδιξ, -ικος, ὁ (AM)βλ. κώδικας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Michael Vasileiou — (Greek: Μιχαήλ Βασιλείου) was a 19th century Greek merchant and benefactor. He was born in Ottoman occupied Gjirokastër, in modern Albania. He was the brother of Alexandros Vasileiou, merchant, scholar and student of Adamantios Korais, a major… … Wikipedia
Astikos Kodikas — Der Astikos Kodikas (griechisch Αστικός Κώδικας), auch Astikos Kodix (griechisch Αστικός Κώδιξ), ist das Zivilgesetzbuch Griechenlands. Geschichte Der Astikos Kodikas wurde 1940 verkündet und trat wegen der Wirren des Zweiten Weltkriegs … Deutsch Wikipedia
Антракитис, Мефодиос — … Википедия
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek
ενίστορος — η, ο (Μ ένίστορος, ον) [ιστορία] (για κώδικες) ζωγραφισμένος, που περιέχει εικόνες, ιστορημένος* (α. «ἐνίστορος κῶδιξ» β. «ἐνίστορον εὐαγγέλιον» κώδικας, ευαγγέλιο που περιέχει εικόνες, διακοσμημένος με μικρογραφίες … Dictionary of Greek
θεοδοσιανός — ή, ό (Μ θεοδοσιανός, ή, όν) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θεοδοσιανοί οπαδοί τού μονοφυσίτη πατριάρχη Αλεξανδρείας θεοδοσίου·||νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου θεοδόσιο Α ή Β («θεοδοσιανό τείχος», «θεοδοσιανός… … Dictionary of Greek
κωδίκιο(ν) — το (Μ κωδίκιον) [κώδιξ] νεοελλ. βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν τα πρακτικά τών πατριαρχικών συνόδων μσν. συλλογή εγγράφων … Dictionary of Greek
κωδικοποιώ — 1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες 2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο] … Dictionary of Greek